O όρος συναισθηματικός δεσμός χρησιμοποιήθηκε από το John Bowlby (1973) για να περιγράψει τη σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ του παιδιού και των γονέων του. Ο δεσμός αυτός διαμορφώνεται ανάλογα με τον τρόπο που ανταποκρίνεται ο γονέας στο κάλεσμα του παιδιού για την ικανοποίηση των αναγκών του. Το παιδί μαθαίνει ποια συμπεριφορά να προσδοκά από τους γονείς του και διαμορφώνει ανάλογα τη δική του συμπεριφορά.
Οι προσδοκίες αυτές του παιδιού αποτελούν τη βάση για τη διαμόρφωση ενός σταθερού «εσωτερικού μοντέλου» (Bowlby, 1988) που καθορίζει την αντίληψη του ατόμου για τον εαυτό και για τον τρόπο που μπορεί να σχετίζεται με τους άλλους. Έτσι, το άτομο αποκτά ένα κυρίαρχο στυλ συναισθηματικής πρόσδεσης που το χαρακτηρίζει και καθορίζει τον τρόπο που αυτό σχετίζεται με σημαντικούς άλλους και στην ενήλικη ζωή του.
Μέσω μίας ημι – πειραματικής μεθόδου που αφορούσε στην αντίδραση του παιδιού κατά τον αποχωρισμό από το γονιό και την επανασύνδεση με αυτόν (The strange situation procedure), η Μ. Ainsworth (Ainsworth et al., 1978) διέκρινε τέσσερις βασικούς τύπους συναισθηματικού δεσμού των παιδιών:
Τον ασφαλή δεσμό : η σχέση με το γονιό αποτελεί μία ασφαλή βάση για το παιδί καθώς ο γονιός ανταποκρίνεται με ευαισθησία στις πρακτικές και συναισθηματικές ανάγκες του παιδιού. Το παιδί αισθάνεται έτσι επαρκή ασφάλεια για να εξερευνήσει το περιβάλλον του.
Τον ανασφαλή / αποφευκτικό δεσμό : η σχέση με το γονιό είναι αποσυνδεδεμένη καθώς ο γονιός αποσύρεται, διατηρώντας μεγάλη συναισθηματική και φυσική απόσταση από το παιδί, τα οποίο καλείται να διαχειριστεί μόνο του τα συναισθήματά του και επιδεικνύει ένα είδος ψευδο- ασφάλειας ή ψευδο – αυτονομίας.
Τον ανασφαλή / αμφιθυμικό δεσμό : η σχέση με το παιδί είναι υπερβολικά στενή, εμπλεγμένη χωρίς όμως ο γονέας να είναι ουσιαστικά συναισθηματικά διαθέσιμος για το παιδί. Συγκεκριμένα, ο γονέας εμφανίζεται ανασφαλής ως προς την ικανότητά του να φροντίσει το παιδί και έτσι το φροντίζει υπερβολικά, όμως βιώνει αυτή την υπερβολική αφοσίωση στο παιδί ως εγκλωβιστική και έτσι εκφράζει θυμό παράλληλα με τη φροντίδα ή συμπεριφέρεται απρόβλεπτα (τη μία φροντίζει και την άλλη παραμελεί το παιδί). Κατά συνέπεια, το παιδί δεν είναι σίγουρο για τη διαθεσιμότητα του γονέα και πιστεύει ότι χρειάζεται να καταβάλει μεγάλη προσπάθεια για να διατηρεί την προσοχή του γονιού. Έτσι, συχνά παίρνει το ρόλο του φροντιστή του γονιού ή αντίστροφα απαιτεί έντονα τη φροντίδα εκφράζοντας με υπερβολικό, δραματικό τρόπο τα συναισθήματά του και την ανάγκη του για βοήθεια.
Τον ανασφαλή / αποδιοργανωμένο δεσμό : η σχέση συμπεριλαμβάνει ανάμικτα στοιχεία αμφιθυμίας και αποφευκτικότητας. Ο γονιός είναι παράλληλα πηγή φόβου και πηγή ασφάλειας και έτσι το παιδί βιώνει μία εσωτερική σύγκρουση μεταξύ της ανάγκης του να αποφύγει το γονέα για να προστατευθεί και της ανάγκης του να τον πλησιάσει για να φροντιστεί. Σε αυτή την κατηγορία δεσμού, οι φροντιστές του παιδιού δυσκολεύονται να επεξεργαστούν ένα πρόσφατο τραύμα ή απώλεια, ή να διαχειριστούν οικογενειακές συγκρουσιακές καταστάσεις (π.χ. κακοποιητικός σύντροφος) και συχνά παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης ή άλλης ψυχιατρικής νόσου.
Ainsworth, M. D. S., Blehar, M. C., Waters, E., & Wall, S., eds. (1978). Patterns of Attachment: A Psychological Study of the Strange Situation. Hillsdale, NJ: Erlbaum.
Bowlby, J. (1973). Attachment and Loss (vol. 2) : Separation: Anxiety & Anger. London: Hogarth Press, New York : Basic Books, Harmondsworth : Penguin Books, 1975.
Bowlby, J. (1988). A Secure Base: Clinical Applications of Attachment Theory. London : Routledge.