Τα παιδιά παίρνουν, εντός της οικογένειας, διαφορετικούς ρόλους που χωρίζονται σε δύο κατηγορίες : ρόλοι που δεσμεύουν τα παιδιά εντός του οικογενειακού κυττάρου και ρόλοι που ωθούν τα παιδιά έξω από αυτό.
Τα δεσμευμένα παιδιά είναι αυτά που ωθούνται να παραμένουν εντός του οικογενειακού συστήματος, σε ρόλους φροντιστή ή φροντιζόμενου, οι οποίοι αποτελούν εμπόδιο στη διαφοροποίηση και την εξατομίκευσή τους.
Τέτοιοι ρόλοι είναι αυτός του παιδιού – γονιού, του παιδιού – συντρόφου ή συζύγου του γονιού, καθώς επίσης και αυτός του εξαρτημένου παιδιού που παραμένει σε μία θέση φροντιζόμενου.
Το εξαρτημένο παιδί μπαίνει στο ρόλο να δέχεται υπερβολική φροντίδα και προστασία από τους γονείς. Οι γονείς διδάσκουν στο παιδί να αισθάνεται ανήμπορο και αδύναμο. Του μεταδίδουν το μήνυμα ότι ο κόσμος είναι ένα τρομακτικό μέρος και ότι το παιδί χρειάζεται ιδιαίτερη βοήθεια και προστασία. Το κρατούν εξαρτημένο και ανώριμο. Έτσι, το παιδί γίνεται δέσμιο της επιβεβαίωσης και της εξυπηρέτησης και κινδυνεύει να παραμείνει δεσμευμένο για όλη του τη ζωή.
Το παιδί – γονιός αναλαμβάνει να φροντίσει τον ή τους γονείς του, σε μία προσπάθεια να ανταποκριθεί στις προσδοκίες φροντίδας που είχε ο γονιός από τους δικούς του γονείς. Τα παιδιά αυτά διακατέχονται από έναν πρωτόγονο φόβο ότι ο γονιός θα πεθάνει χωρίς τη φροντίδα του παιδιού και ότι αν χαθεί ο γονιός το παιδί δεν θα επιβιώσει. Έτσι, μέσα από αυτόν τον ρόλο του φροντιστή, στηρίζοντας τους γονείς τους, τα παιδιά – γονείς καλύπτουν και τις δικές τους ανάγκες.
Το παιδί σύζυγος ή σύντροφος βρίσκεται σε μια σχέση συνομηλίκου με το γονιό του. Σε αυτούς τους ρόλους τα παιδιά πιέζονται να ικανοποιήσουν τις ανάγκες του γονιού για φιλία ή συντροφικότητα ή ακόμα και τις σεξουαλικές του ανάγκες. Σε αυτή την τελευταία περίπτωση, η σεξουαλικότητα του ενήλικα διοχετεύεται στη σχέση γονιού – παιδιού. Ακόμη κι αν δεν υπάρχει έκδηλη σεξουαλική πρόταση από μέρους του γονιού, το παιδί αισθάνεται ψυχολογική πίεση από την ανάγκη του γονιού για στενή ετερόφυλη σχέση. Τέτοιου είδους δεσμοί προκύπτουν επειδή ο άλλος γονιός είναι απών ή επειδή υπήρξε σοβαρός κλονισμός στη σχέση των γονέων. Αυτή η συνεχής, γεμάτη σεξουαλικότητα συναισθηματική πίεση ονομάζεται «υποκλινική αιμομειξία». Το παιδί πρέπει διαρκώς να αμύνεται εναντίον μίας ανεπαίσθητης «παρουσίας» που εισβάλλει στο περιβάλλον του. Αισθάνεται κάποια αόριστη έλλειψη εμπιστοσύνης, ανασφάλεια και τελικά εξαντλείται από μία διαδικασία που δεν είναι ικανό να κατονομάσει. Η δέσμευση που προκύπτει για το παιδί από τέτοιου είδους ρόλους είναι νοσηρή και απειλεί την ισορροπία της ζωής του.
Τα παιδιά που κατέχουν ρόλους γονιού, συντρόφου ή συζύγου στερούνται την εμπειρία να μπορούν να στηρίζονται σε δυνατό και αξιόπιστο γονέα με τον οποίο να μπορούν να δοκιμάζουν τα όρια και από τον οποίο να εξαρτώνται. Επίσης, η αποχώρηση ενός παιδιού με τέτοιο ρόλο από τη σχέση αυτή αφήνει πίσω μια βαθιά αίσθηση απώλειας στο γονιό.
Η γονεοποίηση του παιδιού, είτε ως γονιός του γονιού είτε ως σύντροφος του γονιού, συνδέεται με αρνητικές επιπτώσεις στην ψυχική συγκρότηση του. Συγκεκριμένα, καθώς το παιδί δεν μπορεί να ανταπεξέλθει πλήρως στο ρόλο του, αισθάνεται ανίκανο, ένοχο και αναπτύσσει χαμηλή αυτοεκτίμηση. Τα γονεοποιημένα παιδιά παρουσιάζουν συμπτώματα κατάθλιψης, τάσεις αυτοκτονίας, συναισθήματα ντροπής και επίμονης ανησυχίας, ψυχοσωματικά προβλήματα και διαταραχές συμπεριφοράς. Επίσης, παιδιά σε τέτοιο ρόλο χαρακτηρίζονται από διάσπαση και περιγράφονται (Lackie, 1999) σαν να έχουν δύο ξεχωριστές ταυτότητες: μία ταυτότητα αυτοθυσιαζόμενου, με αμέριστη ενσυναίσθηση και διαθέσιμου χωρίς όρια για τους άλλους, και μία ταυτότητα θυμωμένου, που αισθάνεται εκμετάλλευση και υπερβολικό φόρτο από τους άλλους.
Από την άλλη, τα παρείσακτα παιδιά είναι αυτά που υπόκεινται σε φυγόκεντρες δυνάμεις που τα απομακρύνουν από τον κύκλο της οικογένειας και ζουν σε απόσταση από το κέντρο της. Οι ρόλοι που ωθούν τα παιδιά σε μία θέση εκτός του οικογενειακού συστήματος είναι οι εξής :
Το παιδί που υφίσταται απόρριψη, παραμέληση ή επιθετικότητα από τους γονείς και το οποίο αισθάνεται μεγαλύτερη ασφάλεια όταν κρατά απόσταση από τους γονείς.
Το παιδί – παραβάτης, το οποίο φέρνει στην επιφάνεια και εκφράζει ανεκδήλωτα συναισθήματα και ανομολόγητες παρορμήσεις των γονιών. Π.χ Η σεξουαλική δραστηριότητα του εφήβου λειτουργεί ως μία οθόνη που επιτρέπει στους γονείς να βιώσουν τις δικές τους απαγορευμένες σεξουαλικές παρορμήσεις. Ή, ακόμη, η επιθετική συμπεριφορά του παραβάτη εκφράζει το θυμό των γονιών.
Το παιδί εκπρόσωπος, το οποίο ικανοποιεί τις προσδοκίες των γονιών για κοινωνική καταξίωση, τους εκπροσωπεί, κατά κάποιο τρόπο στο κοινωνικό σύνολο.
Ορισμένα παιδιά εκπρόσωποι βρίσκονται υπό την εμφανή πίεση των γονιών για καλές επιδόσεις ενώ άλλα ανταποκρίνονται σε ανομολόγητες ανάγκες της οικογένειας και πιέζουν μόνα τους τον εαυτό τους. Τα παιδιά αυτά φαίνονται δυνατά, ικανά και αυτάρκη και δεν έχουν επίγνωση των αναγκών και των συναισθημάτων τους.
Το παιδί εκπρόσωπος σπάνια κάνει αρκετά έτσι ώστε να αισθανθεί αγάπη και ασφάλεια, ενώ συχνά αισθάνεται μοναξιά, ανασφάλεια, πίεση και δυστυχία. Χαρακτηρίζεται από ένα μοναχικό ναρκισσισμό και αισθάνεται πώς μπορεί να αγαπηθεί μόνο μέσα από την επιβράβευση για τα επιτεύγματά του. Κάτω από την επιφάνεια του ικανού και δυνατού παιδιού, υπάρχει συχνά ένα παιδί που το απορρίπτουν.
Αρθρο βασισμένο στο βιβλίο του Napier, A. (1997). Το ζευγάρι Ο εύθραυστος δεσμός. (Η. Ρόκου, μετ.). Αθήνα : Ελληνικά Γράμματα. (Πρωτότυπη έκδοση 1988).