Καθώς το παιδί αναπτύσσεται, η ανάγκη του αλλάζει : από ανάγκη φυσικής παρουσίας του γονέα σε ανάγκη συναισθηματικής διαθεσιμότητάς του.
Τα παιδιά μαθαίνουν να εκφράζουν και να ρυθμίζουν το συναίσθημά τους ανάλογα με την ποιότητα της σχέσης που έχουν με τους γονείς τους.
Έχει καταγραφεί ότι σε οικογένειες με ασφαλή δεσμό* τα συναισθήματα είναι περισσότερο αποδεκτά και συζητιούνται πιο ανοικτά, οι γονείς συζητούν και αυθόρμητα καθοδηγούν την αναγνώριση και έκφραση δύσκολων συναισθημάτων όπως π.χ η απογοήτευση ή ο θυμός.
Ενώ αντίθετα, σε οικογένειες με μη ασφαλή δεσμό* το συναίσθημα μπορεί να αποφεύγεται, να καταπνίγεται (σε σχέσεις αποφευκτικού τύπου) ή αντίθετα να εκφράζεται υπερβολικά και να μένει ανεπίλυτο και μη λειτουργικό (σε σχέσεις αμφιθυμικού τύπου).
Έρευνες δείχνουν ότι οι διαφορές αυτές αφορούν τόσο στην αναγνώριση των συναισθημάτων όσο και στην στρατηγική ρύθμισης των συναισθημάτων που υιοθετεί κάθε παιδί.
Τα ανασφαλή παιδιά επιλέγουν συμπεριφορικές στρατηγικές ρύθμισης (π.χ. φαγητό, βιντεοπαιχνίδι, βίαιη εκτόνωση) ενώ τα ασφαλή παιδιά επιλέγουν γνωσιακές στρατηγικές ρύθμισης (συζήτηση, έκφραση, κατανόηση).
Κατά συνέπεια, τα παιδιά που έχουν μία ασφαλή σχέση με τους γονείς τους επιδεικνύουν μεγαλύτερη συναισθηματική ισορροπία και θετικότερο συναισθηματικό ισοζύγιο.
Ενώ τα παιδιά με ανασφαλή δεσμό έρχονται συχνότερα αντιμέτωπα με ανεπίλυτα αρνητικά συναισθήματα που είχαν την ευκαιρία να επεξεργαστούν και να διαχειριστούν επαρκώς.
*Περισσότερα για την έννοια του συναισθηματικού δεσμού μπορείτε να δείτε εδώ
Περισσότερα για τη διαχείριση των παιδικών συναισθημάτων μπορείτε να δείτε εδώ